ολιγοδιψία

ολιγοδιψία
η. φυσιολ. κατάσταση τού οργανισμού η οποία χαρακτηρίζεται από σημαντική μείωση τού αισθήματος τής δίψας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δίψα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”